Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) φέρω (

  • 1 привести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. приведя
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•

    ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•

    побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•

    обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•

    привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•

    -к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•

    привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•

    привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•

    привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.

    2. βάζω, θέτω•

    привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.

    3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•

    привести в готовность ετοιμάζω•

    привести в исполнение εκτελώ•

    привести в порядок τακτοποιώ•

    привести в негодность αχρηστεύω.

    || (μαθ.) τρέπω•

    привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.

    4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•

    привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•

    привести к поражению οδηγώ στην ήττα.

    5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•

    привести пример φέρω παράδειγμα•

    привести аргументы φέρω επιχειρήματα•

    он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.

    εκφρ.
    привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•
    привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•
    не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•
    -дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•
    не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•
    ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.
    απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη.

    Большой русско-греческий словарь > привести

  • 2 довести

    -веду, -ведшь; παρλθ. χρ. -вл, -ла, -ло; μτχ. παρλθ. доведший ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ ως, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον, φέρω ως•

    -йте меня до дому πηγαίνετε με ως το σπίτι•

    2. ανοίγω, διανοίγω, εκτείνω, φέρω•

    довести дорогу до районного центра διανοίγω δρόμο ως το επαρχιακό κέντρο.

    || φέρνω, φτάνω ως•

    довести дело до конца φέρω την υπόθεση σε πέρας.

    3. περιάγω, φέρω σε, οδηγώ, ωθώ,• довести до отчаяния φέρω ως την απελπισία•

    пьянство -ло его до преступления το μεθύσι τον οδήγησε ως το έγκλημα•

    довести вещи до крайности ωθώ τα πράγματα ως τα άκρα•

    довести кого до раскаяния κάνω κάποιον να μετανοήσει•

    довести преступника до сознания κάνω τον εγκληματία να παραδεχτεί το έγκλημα του•

    довести кого до слз κάνω κάποιον να δακρύσει•

    довести кого до бешенства κάνω κάποιον νά λυσσάξει (να εξοργιστεί)•

    довести кого до абсурда ξελογιάζω, παραλογιάζω, ξεμυαλίζω κάποιον.

    4. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, μεταδίνω•

    -до сведения публики γνωστοποιώ, φέρω σε γνώση του κοινού.

    5. ψέρω ως, ανεβάζω, αυξαίνω ή ελαττώνω•

    довести до минимума μειώνω στο ελάχιστο•

    довести продукциу до αυξαίνω την παραγωγή ως.

    -ись απρόσ. συμβαίνω, λαχαίνω, τυχαίνω• έρχομαι, ωθούμαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > довести

  • 3 носить

    ношу, носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ношенный
    -шен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. βλ. нести (1 σημ.).
    2. είμαι έγγυα.
    3. φέρω, φορώ•

    носить оччки φορώ ματαγυάλια•

    носить траур; носить чрное πενθώ, φέρω πένθος, πενθοφορώ, μαυροφορώ•

    кольцо φέρω φαχτυλίδι.

    || έχω•

    носить бороду φέρω γένια (γενειάδα)•

    носить усы έχω μουστάκια•

    бакенбарды φέρω φαβορίτες.

    4. ονομάζομαι•

    носить фамилию мужа φέρω το επώνυμο του συζύγου.

    || (για βαθμό, τίτλο κ.τ.τ.)• κατέχω•

    он -ит звание генерала αυτός φέρει το βαθμό του στρατηγού.

    5. ασθμαίνω, πνευστιώ, κοντανασαίνω.
    6. χαρακτηρίζομαι μαρτυρώ• έχω τη μορφή.
    εκφρ.
    способный носить оружие – ικανός να φέρει όπλο (μάχιμος)•
    высоко (гордо) носить головуβλ. στο ρ. нести• носить на руких кого κρατώ στα χέρια κάποιον (προσέχω πάρα πολύ)•
    едва (ле, насилуκ.τ.τ.) ноги -сит μόλις (και μετά βίας) σέρνει τα πόδια του.
    1. βλ. нестись (1 σημ.).
    2. φοριέμαι.
    3. τραβιέμαι, ασχολούμαι πολύ, καταγίνομαι.
    4. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > носить

  • 4 нанести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. нанс, -сла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нансший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нанесенный, βρ: -сн, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω (πολύ ή πολλά)•

    нанести подарков φέρω δώρα•

    нанести в дом грязи на сапогах φέρω στο σπίτι πολλή λάσπη με τις μπότες.

    2. (για νερό, άνεμο κλπ.) συσσωρεύω παρασύροντας•

    ветер нанс сугроб ό άνεμος σχημάτησε χιονοστιβάδα•

    на реке -лб мель στο ποτάμι σχημστίστηκε σύρτη.

    || (για ήχο, μυρουδιά κ.τ.τ.) φέρω, παρασύρω• φτάνω.
    3. προσκρούω παρασυρόμενος.
    4. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.
    5. (επ)αλείφω, (επι)χρίω περνώ στρώμα•

    нанести смазочное масло на деталь αλείφω με γράσο το εξάρτημα•

    нанести лак βερνικώνω•

    нанести краски на полотно βάφω ύφασμα.

    6. σημειώνω, σημαδεύω, επισημαίνω•

    нанести на карту направление новой дороги σημειώνω στο χάρτη την κατεύθυνση του. νέου δρόμου.

    || αποτυπώνω, σχεδιάζω, φτιάχνω•

    нанести рисунок на ткань φτιάχνω σχέδιο στο ύφασμα.

    7. (μαζί με ουσ. σχηματίζει ρ. με σημ. από το ουσ.)• нанести рану τραυματίζω•

    нанести удар χτυπώ (καταφέρω χτύπημα)•

    нанести оскорбление, обиду προσβάλλω•

    нанести вред, урон βλάπτω•

    нанести поражение νικώ.

    || προξενώ, προκαλώ•

    нанести потери προξενώ απώλειες•

    нанести ущерб προξενώ ζημιά.

    8. (για πτηνά) ωοτοκώ, γεννώ, φέρω.
    εκφρ.
    нанести визит – επισκέπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > нанести

  • 5 принести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принесенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    он -нс записку αυτός έφερε σημείωμα•

    принести дров φέρω καυσόξυλα.

    || μτφ. ανακοινώνω, αγγέλλω•

    она -ла радостное известие αυτή έφερε χαρμόσυνη είδηση.

    || φέρω•

    принести счастье φέρω ευτυχία•

    принести страдания φέρω βάσανα.

    || παρασύρω•

    ветерок -нс приятный запах το αεράκι, έφερε ευωδιά.• северный ветер -нс нам холод ο βοριάς μας έφερε το κρύο.

    2. (για ζώα)• γεννώ•

    кошка -ла шесть котят η γάτα γέννησε έξι γατάκια.

    || δίνω, παράγω, καρποφορώ•

    деревья в этом году -ли плоды τα δέντρα φέτος καρποφόρησαν.

    3. αποδίδω•
    4. μαζί με μερικά ουσ. σχηματίζουν ρ.με σημ. από το ουσ: принести благодарность ευγνωμονώ•

    клятву ορκίζομαι•

    принести в дар δωρίζω•

    принести жалобу παραπονούμαι•

    принести мольбу θερμοπαρακαλώ, καθικετεύω.

    έρχομαι γρήγορα, εσπευσμένα καταφτάνω•

    ну, зачем ты сюда -лась? λοιπόν, γιατί ήρθες εδώ εσπευσμένα;

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > принести

  • 6 вести

    вести 1) (сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω 2) (руководить) καθοδηγώ, διευθύνω \вести собрание προεδρεύω στη συνέλευση 3) (направлять) οδηγώ \вести машину οδηγώ το αυτοκίνητο* \вести мяч φέρω την μπάλα 4) (осуществлять) δι ευθύνω \вести борьбу κάνω αγώ να, αγωνίζομαι' \вести переговоры διαπραγματεύομαι \вести разговор συνομιλώ, κουβεντι άζω 5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ; куда ведёт эта дорога? πού βγαίνει (или οδηγεί) αυτός ο δρόμος; ◇ \вести себя φέρομαι, συμπεριφέρομαι
    * * *
    1) ( сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω
    2) ( руководить) καθοδηγώ, διευθύνω

    вести́ собра́ние — προεδρεύω στη συνέλευση

    3) ( направлять) οδηγώ

    вести́ маши́ну — οδηγώ το αυτοκίνητο

    вести́ мяч — φέρω την μπάλα

    4) ( осуществлять) διευθύνω

    вести́ борьбу́ — κάνω αγώνα, αγωνίζομαι

    вести́ перегово́ры — διαπραγματεύομαι

    вести́ разгово́р — συνομιλώ, κουβεντιάζω

    5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ

    куда́ ведёт э́та доро́га? — πού βγαίνει ( или οδηγεί) αυτός ο δρόμος

    ••

    вести́ себя́ — φέρομαι, συμπεριφέρομαι

    Русско-греческий словарь > вести

  • 7 подвести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.
    2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).
    μτφ. βάζω, υποτάσσω.
    3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.
    4. κάνω, εκτελώ•

    подвести счёт κάνω λογαριασμό.

    5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,
    6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.
    εκφρ.
    подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•
    живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).
    -йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвести

  • 8 притащить

    ρ.σ.μ. φέρω σέρνοντας•

    притащить бревно φέρω το κούτσουρο σέρνοντας το.

    || φέρω, κομίζω•

    притащить с собой коробку конфет φέρω μαζί μου ένα κουτάκι καραμέλες.

    || παρουσιάζω•

    я -ил к вам своего приятеля σας έφερα το φίλο μου.

    έρχομαι, φτάνω με δυσκολία, αργοβαδίζοντας•

    -лся инвалид на хромой ноге ήρθε με δυσκολία ο ανάπηρος, κουτσαίνοντας από το ένα πόδι.

    Большой русско-греческий словарь > притащить

  • 9 внести

    -су, -сёшь, παρλθ. χρ. внес, внесла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -сенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω, εισφέρω, είσκομίζω•

    внести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    2. εγγράφω, καταχωρώ•

    внести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    3. πληρώνω•

    внести плату за обучение πληρώνω τα δίδακτρα•

    внести свой долго πληρώνω το μερτικό μου.

    4. (επι)φέρω, προκαλώ•

    внести замешательство φέρω σύγχυση•

    внести разлад в семью φέρω διχόνοια στην οικογένεια.

    5. παρουσιάζω, καταθέτω, προτείνω• υποβάλλω•

    внести предложение κάνω πρόταση•

    -законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο.

    εκφρ.
    - ясность – διασαφηνίζω, διαλευκαίνω.
    εισορμώ, εισβάλλω, μπουκάρω.

    Большой русско-греческий словарь > внести

  • 10 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 11 навести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. навёл
    -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. наведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наведённый, βρ: -дён, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. наведя ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω, άγω. || κατευθύνω. || υποδείχνω (για κλοπή).
    2. σπρώχνω, ωθώ παρακινώ, προτρέπω. || γυρίζω, στρέφω, κατευθύνω (για συνομιλία, λόγο κ.τ.τ.).
    3. μτφ. εμπνέω, εμβάλλω προξενώ, προκαλώ (φόβο, θλίψη κ.τ.τ.).
    4. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω•

    навести телескоп на луну κατευθύνω το τηλεσκόπιο κατά το φεγγάρι.

    || (στρατ.) σκοπεύω.
    5. κατασκευάζω, κάνω, φτιάχνω•

    навести переправу φτιάχνω πορθμείο•

    мост φτιάνω γεφύρι.

    6. περνώ, καλύπτω (με χρώματα, βερνίκι κ.τ.τ.).
    7. προσδίνω•

    красоту προσδίνω ομορφιά•

    навести блеск προσδίνω λάμψη (γυαλάδα).

    || βάζω, επιβάλλω•

    навести порядок βάζω τάξη.

    8. φέρω•

    -вл ко мне много гостей μου έφερε πολλούς μουσαφιρέους.

    9. γεννώ (πολλά).
    εκφρ.
    навести критику – κριτικάρω•
    справку (справки) – πληροφορούμαι, μαθαίνω•
    на ум – φέρω στα μυαλά, λογικεύω, σωφρονίζω, βάζω μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > навести

  • 12 нести

    несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. неся
    ρ.σ.
    1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•

    -мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.

    || μτφ. επωμίζομαι•

    нести отвтственность φέρω ευθύνη.

    || εκτελώ εκπληρώνω•

    нести службу εκτελώ υπηρεσία•

    нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.

    || μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.
    2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•

    ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.

    3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•

    -ст чесноком μυρίζει σκόρδο•

    от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.

    || φυσώ, πνέω•

    с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•

    -т с окна φυσάει από το παραθύρι.

    || μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.
    4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•

    нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•

    нести потери υφίσταμαι απώλειες•

    нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.

    5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.
    6. επιφέρω•

    нести смерть επιφέρω τον θάνατο.

    7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.
    8. γεννώ (αυγά)•

    курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.

    9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•

    ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.

    εκφρ.
    высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•
    нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες.

    Большой русско-греческий словарь > нести

  • 13 послать

    пошлю, пошлшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. посланный, βρ: -лан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    στέλλω, στέλνω•

    послать письмо στέλλω γράμμα•

    послать за доктором στέλλω για το γιατρό•

    послать рукой поцелуй στέλλω φιλί με το χέρι•

    послать мяч в сетку στέλλω τη μπάλα στα δίχτιά, βάζω γκολ.

    || ρίχνω•

    послать взгляд ρίχνω ματιά.

    || κινώ, φέρω•

    послать тело вперд φέρω το σώμα μπροστά.

    || προωθώ.
    εκφρ.
    чем Бог -ал – με ό,τι μας έδοσε ο Θεός, με ό,τι έχομε ή υπάρχει (για κέρασμα κ.τ.τ.),
    παλ. αναφέρομαι σε κάποιον φέρω ως μάρτυρα.

    Большой русско-греческий словарь > послать

  • 14 предъявить

    -явлю, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предъявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παρουσιάζω, εμφανίζω, (επι)δείχνω•

    предъявить билет δείχνω το εισιτήριο.

    || προσκομίζω, φέρω, προσάγω•

    предъявить доказательства φέρω αποδείξεις•

    предъявить справку φέρω βεβαίωση.

    2. προβάλλω•

    предъявить претензию προβάλλω αξίωση•

    предъявить требование προβάλλω απαίτηση ή διεκδίκηση•

    предъявить обвинение κατηγορώ, καταγγέλλω.

    Большой русско-греческий словарь > предъявить

  • 15 свести

    сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,
    επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•

    свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.

    2. βλ. отвести (1 σημ.),
    3. βλ. сводить 1.
    4. αναμερίζω, απομακρύνω•

    лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.

    5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•

    свести пятно βγάζω το λεκέ.

    6. κόβω (το δάσος).
    7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).
    8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•

    свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•

    -брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.

    || συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.
    9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.
    10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.
    11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•

    свести курение περιορίζω το κάπνισμα•

    свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.

    || φέρω, πε.-ριάγω.
    12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•

    свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.

    εκφρ.
    свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•
    свести с престола – εκθρονίζω•
    свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).
    1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.
    2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•

    расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.

    3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•

    серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.

    Большой русско-греческий словарь > свести

  • 16 таскать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. тащить.
    2. τραβώ, τινάζω (από τα μαλλιά, αυτιά κ.τ.τ.).
    3. φέρω μαζί μου•

    таскать письмо в кармане φέρω μαζί μου το γράμμα στη τσέπη.

    εκφρ.
    таскать каштаны из огня – βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά (κινδυνεύω εγώ προς όφελος άλλου).
    1. περιφέρομαι, τριγυρίζω, -ρνώ, γυροβολώ, γυροφέρνω•

    таскать по городу περιφέρομαι στην πόλη•

    таскать по улицам τριγυρνώ στους δρόμους.

    || περιπλανιέμαι.
    2. φέρω (κουβαλώ) μαζί μου.
    3. τραβιέμαι•

    таскать за женщинами τραβιέμαι (γυρίζω) με τις γυναίκες.

    Большой русско-греческий словарь > таскать

  • 17 привезти

    1. (доставить при помощи средств передвижения) μεταφέρω 2. (приехав, иметь с собой что-л предназначенное для передачи) φέρω μαζί μου, κομίζω 3. (приехав, сообщить какие-л. сведения) φέρω πληροφορίες/είδηση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привезти

  • 18 приводить

    1. мат. ανάγω, (μετα)τρέπω 2. (сообщать что-л. в подкрепление своего мнения, сослаться на что-л.) παραθέτω, φέρ(ν)ω, παρουσιάζω, προσκομίζω, αναφέρω, προβάλλω 3. (точно совмещать) φέ-ρ(ν)ω σε αντιστοιχία 4. (выходную величину к входной) συσχετίζω, παραπέμπτω 5. (в движение) βάζω/θέτω (σε κίνηση) 6. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρ(ν)ω
    - в исполнение θέτω σε εφαρμογή, εκτελώ
    7. (ведя, доставлять куда-л.) φέρω, προσάγω 8. (указывать дорогу) οδηγώ, φέρω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приводить

  • 19 донести

    I донести II (сделать донесение) αναφέρω, πληροφορώ II донести Ι (до какого-л. места ) φέρω (или. κουβαλώ) ως...
    * * *
    I
    (до какого-л. места) φέρω ( или κουβαλώ) ως...
    II
    ( сделать донесение) αναφέρω, πληροφορώ

    Русско-греческий словарь > донести

  • 20 доставить

    доставить 1) (перенести) (μετα)φέρω, πηγαίνω 2) (при чинить) προξενώ, κάνω \доставить удовольствие προξενώ ευχαρί στηση
    * * *
    1) ( перенести) (μετα)φέρω, πηγαίνω
    2) ( причинить) προξενώ, κάνω

    доста́вить удово́льствие — προξενώ ευχαρίστηση

    Русско-греческий словарь > доставить

См. также в других словарях:

  • φέρω — φέρω, έφερα βλ. πίν. 217 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φέρω — και φέρνω έφερα, φέρθηκα, φερμένος 1. μτβ., σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω, υποβαστάζω: Φέρνει τη στάμνα στον ώμο του. 2. έχω κάτι πάνω μου ή από τη φύση μου ή ως εξάρτημα ή γραμμένο, και γενικά έχω: Τα ζώα που φέρουν κέρατα λέγονται κερασφόρα. –… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέρω — fero pres subj act 1st sg φέρω fero pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • φέρεσθον — φέρω fero pres imperat mp 2nd dual φέρω fero pres ind mp 3rd dual φέρω fero pres ind mp 2nd dual φέρω fero imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρετον — φέρω fero pres imperat act 2nd dual φέρω fero pres ind act 3rd dual φέρω fero pres ind act 2nd dual φέρω fero imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρον — φέρω fero pres part act masc voc sg φέρω fero pres part act neut nom/voc/acc sg φέρω fero imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φέρω fero imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρεσθε — φέρω fero pres imperat mp 2nd pl φέρω fero pres ind mp 2nd pl φέρω fero imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρετε — φέρω fero pres imperat act 2nd pl φέρω fero pres ind act 2nd pl φέρω fero imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρῃ — φέρω fero pres subj mp 2nd sg φέρω fero pres ind mp 2nd sg φέρω fero pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηνεγμένα — φέρω fero perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐνηνεγμένᾱ , φέρω fero perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐνηνεγμένᾱ , φέρω fero perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»